ἐχίλου

ἐχίλου
ἐχί̱λου , χιλόω
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χιλώ — όω, Α [χιλός] 1. εφοδιάζω με χιλό («διὰ γὰρ τὸν φόβον τὰς μὲν ἡμέρας ἐχίλου τοὺς ἵππους, τὰς δὲ νύκτας ἐφυλάττετο», Ξεν.) 2. παθ. χιλοῡμαι, όομαι τρέφομαι σε φάτνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”